ὄπωπα

ὄπωπα
ὄπωπα
Grammatical information: v.
Meaning: `I watch, observe, view, contemplate' (Il.).
Other forms: Perf. w. innovated ipf. ὀπώπεον (Orph.) and aor. ὀπωπήσασθαι (Euph.). -- Beside fut. ὄψομαι, like the following forms often w. prefix, e.g. ἀπ-, ἐπ(ι)-, κατ-, προ-, ὑπ-, ὑπερ-, (Il.). Aor. pass. ὀφθῆναι (IA.) w. fut. ὀφθήσομαι, perf. midd. ὦμμαι (Att.). - As present to ὄπωπα is used a.o. ὁράω, s.v.
Derivatives: ὀπωπ-ή f. `observation, view, eyeball', pl. `eyes' (Od., A. R.), -ητήρ m. `scout' (h.Merc. 15; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 108f., partly diff., Zumbach Neuerungen 7 w. n. 14, Benveniste Noms d'agent 39), -ια n. pl. (sc. ὀστέα) `the bones of the eyes' (Hp.). -- Several derivv., esp. w. τ-formant: 1. verbaladj. ὀπ-τός (Luc. Lex. 9, Ath.), earlier a. more usual from the prefixed verbs, e.g. ὕπ-, ἄπ-, κάτ-, πρό-οπ-τος (προὖπτος) with ὑπ-, ἀπ-, κατ-οπτ-εύω, ὑποψ-ία etc. 2. nom. ag. a. instr.: a) ἐπ-, κατ- (h.Merc. 372), ὑπερ-, δι-όπ-της etc., also w. ἐπ-, κατ-, ὑπερ-, δι-οπτ-εύω (Κ 451 beside διοπ-τήρ 562); from there simplex ὀπτεύω (Ar. Av. 1061; Leumann Hom. Wörter 113); b) ὀπ-τήρ m. `scout' (Od.), also w. δι-, ἐπ-, κατ-; from there ὀπτήρ-ια n.pl. `gifts on seeing a person' (E., Call.); c) δί-, εἴσ-, ἔν-, κάτ-οπ-τρον n. (Alc., Pi., A.) w. derivv. 3. Adj.: ὀπτ-ικός `of sight', -ική f. `optics' (Arist.), older (Pl.) συν-, ἐπ-, ὑπερ-οπτ-ικός. 4. nom. actionis: ὄψ, ὀπ-ός f. `eye, face' (Emp. 88, Antim. 65), more often as 2. member, e.g. οἶν-οψ `winecoloured' (Hom.); ὄψις (ἔπ-, πρόσ-, σύν-) f. `sight, vision, view, appearance' (Il.); ὄψανον n. `appearance' (A. Ch. 534; suffixcombination, Schwyzer 517). 5. on `eye': ὀπτ-ίλ(λ)ος m. see ὀφθαλμός (s.v.). 6. Verbs: ὀπτ-άνομαι (LXX, hell.), -άζομαι (LXX) `to appear, to become visible', prob. after αἰσθάνομαι (diff. Schwyzer 700 n. 2) resp. αὑγάζομαι; ὀπταίνω (Eust.; like παπταίνω a.o.).
Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃ekʷ- `see'
Etymology: As basis of all these formen served an in its original function unclear word ὀπ- ('see' or `eye'), which is also contained in ὄπις, ὄσσε, ὄμμα, ὤψ (s. vv.); ὄσσε from *ὄκ-ι̯ε points to IE *h₃ekʷ-, which has several representatives in many IE languages; cf. on ὄσσε.
Page in Frisk: 2,407-408

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • ὄπωπα — ὁράω Inscr. destombeaux des rois perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπάν — ὀπωπά̱ν , ὀπωπή a sight fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπάς — ὀπωπά̱ς , ὀπωπή a sight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπώπασι — ὀπώπᾱσι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπωπ' — ὄπωπα , ὁράω Inscr. destombeaux des rois perf ind act 1st sg ὄπωπε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois perf imperat act 2nd sg ὄπωπε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ …   Dictionary of Greek

  • οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… …   Dictionary of Greek

  • οπτός — (I) ὀπτός, ή, όν (Α) ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. τός (πρβλ. μνη τός)]. (II) ή, ό (Α ὀπτός, ή, όν) αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ ὀπτά», Ομ. Οδ.) νεοελλ. φρ. «οπτή γη» ψημένος πηλός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”